Αόριστος
εγώ αντιλήφθηκα (μόνο με λόγ. χαρ.) αντελήφθην (λόγ.)
εσύ αντιλήφθηκες (μόνο με λόγ. χαρ.) αντελήφθης (λόγ.)
αυτός αντελήφθη (κ. λόγ.)
αντιλήφθηκε (μόνο με λόγ. χαρ.)
εμείς αντιληφθήκαμε (μόνο με λόγ. χαρ.) αντελήφθημεν (λόγ.)
αντιληφθήκατε (μόνο με λόγ. χαρ.) αντελήφθητε (λόγ.)
εσείς αντελήφθησαν (κ. λόγ.)
αυτοί αντιλήφθηκαν (μόνο με λόγ. χαρ.)
Παρατατικός : εγώ αντιλαμβανόμουν αντελαμβανόμην (λόγ.)
εσύ αντιλαμβανόσουν αντελαμβάνεσο (λόγ.)
αυτος/η/ο αντιλαμβανόταν
αντιλαμβάνετο (με λόγια κατάληξη χωρίς αύξηση) αντελαμβάνετο (λόγ.)
εμείς αντιλαμβανόμαστε αντελαμβανόμεθα (λόγ.)
εσεις αντιλαμβανόσαστε αντελαμβάνεσθε (λόγ.)
αυτοί αντιλαμβάνονταν
αντιλαμβάνοντο (με λόγια κατάληξη χωρίς αύξηση) αντελαμβάνοντο (λόγ.